διακίνει — διακινέω move slightly pres imperat act 2nd sg (attic epic) διακί̱νει , διακινέω move slightly pres imperat act 2nd sg (attic epic) διακινέω move slightly imperf ind act 3rd sg (attic epic) διακί̱νει , διακινέω move slightly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… … Dictionary of Greek
ποστάλι — το, Ν επιβατηγό πλοίο το οποίο, εκτός από τη μεταφορά επιβατών, διακινεί αλληλογραφία και φορτία σε μόνιμη βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. postale] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μπέιρα — Πόλη της Μοζαμβίκης. H Mπέιρα βρίσκεται στο βόρειο άκρο του κόλπου όπου χύνεται ο ποταμός Πουνγκουέ και είναι μοντέρνα πόλη, που μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες ήταν μικρό λιμάνι. Σήμερα όμως έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, επειδή διακινεί το… … Dictionary of Greek
βιβλιοκάπηλος — ο 1. αυτός που παράνομα εκδίδει και διακινεί βιβλία. 2. αυτός που αισχροκερδεί εκδίδοντας ξένα βιβλία, ο τυποκλόπος: Ο νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας μάς προστατεύει από τους βιβλιοκάπηλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)